χιονορραγία
Смотреть что такое "χιονορραγία" в других словарях:
χιονορραγία — η, Ν χιονοθλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + ρραγία (< ρραγής < θ. ραγ τού ρ. ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρο ρραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Χορτάκη] … Dictionary of Greek